ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Η Ελλάδα έχει μια μακρά παράδοση στη μουσική, η οποία ανάγεται στα αρχαία χρόνια. Πολλοί θεοί και θεότητες της αρχαιότητας ήταν συνδεδεμένα με τη μουσική και τον χορό και η ίδια η λέξη μουσική προέρχεται από τις Εννέα Μούσες της αρχαίας Ελλάδας που ηταν πηγή έμπνευσης για όλους τους καλλιτέχνες, ακόμη και σήμερα πολλοί καλλιτέχνες κανουν αναφορά στην “μούσα της έμπνευσης”.
Πολλέ λέξεις απο την ελληνική γλώσσα σχετικές με την μουσική ειναι διεθνής οπως: αρμονία, μελωδία, χορωδία, ορχήστρα, χρωματικές, σκηνή, λύρα, ύμνος, ψαλμός, ρυθμός. Η Ελληνικη μουσικη εχει πολλές κατηγορίες και ειδη τραγουδιών ξεκινώντας απο την Αρχαια Ελληνική μουσικη, τους Βυζαντινούς υμνους , τα κλέφτικα που διαδόθηκαν κατα την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα δημοτικά, τα ρεμπέτικα και τα λαικά, και τέλος κατα τις τελευταίες δεκαετίες, τα αντάρτικα, το νέο κύμα, το εντεχνο τραγούδι, την ελαφρα μουσική και τέλος την ρόκ και ποπ.
Κατά τη μακρά διαδρομή της μέσα στους αιώνες η Ελληνική μουσική υιοθέτησε στοιχεία από τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο και αργότερα από την Αναγέννηση. Τον 19ο αιώνα η ελληνική μουσική αναπτύσεται με συνθέτες όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος (συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας) και ο Σπυρίδων Σαμαράς (συνθέτης του του Ολυμπιακού ύμνου) , και οι δύο συνθέτες ηταν από τα νησιά του Ιονίου. Τα Ιόνια νησιά που βρίσκονται πιο κοντά στην Ιταλία είχαν αγάπη με τις ιταλικές “Σερενάτες” που αργότερα έγιναν οι λεγόμενες “Καντάδες” της Αθήνας από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι το 1930 εκείνα τα τραγούδια μαζί με τις οπερέτες όπως «ο Βαφτιστικός” του συνθέτη Θεόφραστου Σακελαρίδη και τα τραγούδια του Κλέων Τριανταφύλλου, ο οποίος έγινε γνωστός ως Αττικ, ηταν τα πιο δημοφιλή για τον αστικό πληθυσμό της Αθήνας κυρίως. Ο Αττίκ ήταν και ο δημιουργός του διάσημου θίασου “η μάντρα του Αττίκ” ένας από τους πρώτους θιάσους ρεπερτορίου στην Ελλάδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η ελληνική μουσική, ή σίγουρα το τι θα μπορούσατε να ακούσετε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του ραδιοφώνου και των ταινιών, ήταν τα Λαϊκά (μουσική βασίσμένη στο μπουζούκι) με ήχους που έφεραν μαζί τους οι Έλληνες από τη Μικρά Ασία στη δεκαετία του 1920 και η ελληνική και ξένη ελαφρα μουσική, με Ευρωπαικούς κυρίως ήχους και επιρροή.
Ελαφρα μουσική.
Η πιο αντιπροσωπευτική ελαφρια μουσική στις δεκαετίες το 1950-1960 προέρχονταν από τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι του Μίμη Πλέσσα και άλλων και ερμηνευτικε απο καλλιτέχνες όπως ο Τώνης Μαρούδας, η Νανα Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Βογιατζής κ.α. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτης της εποχής ηταν δημοφιλής και η μουσική απο ντουέτα και τρίο, όπως οι αδελφοί Κατσάμπα, οι Μουζάς Λιγνός, το Τριο Ατένε και αλλοι. Ειδικότερα για τους αδελφούς Κατσάμπα, ο ήχος τους ήταν απομίμηση Ισπανικής και Μεξικάνικης μουσικής που έιχε μετατραπεί στα ελληνικά και είχε γίνει μόδα στα τέλη του 50 με αρχές του 60.
Λαϊκά και Ρεμπέτικα.
Το Ελληνικο Λαϊκό τραγούδι ήταν δημοφιλές κυρίως στην εργατική τάξη κατα την διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και 1950, και οπως λένε πολλοί χρειάστηκέ ο μεγάλος μαέστρος του μπουζουκιού Μανώλης Χιώτης για να φέρη το μπουζούκι στα σαλόνια της Ελληνικής μπουρζουαζίας. Το καθε αυτού Ρεμπέτικο τραγούδι δεν ήταν γνωστό στις μεγάλες μάζες μέχρι τη δεκαετία του 1970 και ειδικά μετά την μεταπολίτευση όταν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μπάμπης Γκολές και πολλοί άλλοι αρχισαν να αναπαράγουν παλιά Ρεμπέτικα τραγούδια που μαζί με τα αντάρτικα ειχαν γίνει τις μόδας . Αυτό συνέπεσε και με την προβολή του περίφημου έργου του ελληνικού κινηματογράφου, Ρεμπέτικο, που αφηγείται την ιστορία της Μαρίκας Νίνου μια από τις πρώτες γυναίκες που τραγουδισε ρεμπέτικα. Το ρεμπέτικο εχει τις ρίζες του στην Μικρά ασία και εμφανίστηκε τη δεκαετία του 20 κυρίως στον Πειραιά οπου κατέφθασαν πολλοί πρόσφυγες. Το ρεμπέτικο αρχικά ηταν το τραγούδι των περιθωριακών. Οι μεγάλοι ομως συνθέτες του ρεμπέτικου οπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης και αλλοι το εξέλιξαν και το εβγαλαν απο τους τεκέδες και το περιθώρειο.
Υπάρχει μια σχετική αντιγνωμια σχετικά με το τι θεωρείται ως πραγματική ελληνική λαϊκή μουσική τοτε και σήμερα λόγω του οτι όπως είναι γνωστό σε πολλούς, το 50-60 πολλοί συνθέτες του λαικου τα βράδια επιαναν στα βραχέα του ραδιόφωνου αραβικούς , ακομα και ινδικούς σταθμούς και επαιρναν ιδέες απο τραγούδια αυτών των χωρών που κατόπιν τα μοστράριζαν με Ελληνικό στοίχο, πολλές φορές πραγματικά αστείο, που έδωσε τροφή και για καλαμπούρια σε Ελληνικές ταινίες. Το ειδος αυτό ακολούθησε κατα γράμμα κυρίως την Ινδική μουσική βάζοντας σε διάλογο τραγουδιστή και τραγουδίστρια και δημιούργησε αμίμητα τραγούδια οπως το “Μην το λές το παιδί μας σκασμένο” πού ξεκινάει με κλάμα μωρού και τον σύζυγο να ψωνάζει και να ωρίεται, η το άλλο, με την απιστη σύζυγο που τελικά γυρνάει σπίτι , (εδω το τραγούδι ξεκινάη με ενα χτύπημα πόρτας και κάποιον απο μέσα να λέει “ποιος είναι”) και πολλά άλλα που ειχαν σχέση με αρώστειες και θανατικά , έρωτες και απιστίες. Ειναι πράγματι θέμα απορίας πως και ο Πανούσης δεν τα “εψαξε” αυτά τα παλιά λαικά!!! Μιλώντας για αντιγραφή θυμάμαι προσωπικά, ότι, πίσω στη δεκαετία του 80 επαιζα κιθάρα σε ένα ελληνικό λαϊκό συγκρότημα και είχαμε μεταξύ μας έναν τρομερό μπουζουκτζή απο την Περσία τον Αμίρ. Ο Αμίρ μας έμαθε ένα διάσημο λαϊκό τραγούδι Περσικό, το Mastο, που μερικά χρόνια αργότερα έγινε τρομερό σουξέ στην Ελλάδα με Ελληνικό στίχο, μπορείτε να το ακούσετε εδώ.
Πολλοί λένε ότι η αυθεντική σύχρονη ελληνική λαϊκή μουσική αναπτύχθηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη, με ορόσημο το διάσημο τραγούδι του Φραγκοσυριανή. Με αυτό το τραγούδι ο Βαμβακάρης, εισάγει νέες μουσικές ρίζες με καποια δυτικη χρειά που παντρεύεται με τους ήχους του Ρεμπέτικου. Το ίδιο συμβαίνει επίσης με τον ΒασίληΤσιτσάνη και το τραγούδι του Ομορφη Θεσσαλονίκη. Και τα δύο αυτά τραγούδια είναι τα πρώτα τυπικά Χασάπικα. Ο Γιώργος Μητσάκης με την Βαλεντίνα, περνάη απο το ρεμπέτικο στο καθαρά λαικό. Τέλος ο Γιώργος Ζαμπέτας με το τραγούδι “Σήκω χόρεψε συρτάκι” σφραγισε μια ολόκληρη εποχή ελληνικής μουσικής που στους κύκλους των μουσικών ονομάζετε «Ελληνική τουριστική μουσική». Ειναι γεγονός οτι το Συρτάκι του Ζαμπέτα, ο Ζορμπάς του Θεωδοράκη και η Μαρία με τα κίτρινα έκαναν ολη την Ευρώπη να χορεύη συρτάκη και χασάπικο. Σε αυτό το σημείο είναι ενδιαφέρον να αναφέρω ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 οταν οι Beatles είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα για να αγοράσουν ενα ελληνικό νησί, συναντήθηκαν με το Γιώργο Ζαμπέτα για να μάθουν μερικές από τις τεχνικές της ελληνικής μουσικής και του μπουζουκιού. Δεν είναι περίεργο επομένως, ότι, το τραγούδι των Beatles “girl” είναι ενα τυπικό ελληνικό χασάπικο.
Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ίσως ο καλύτερος βιρτουόζος του μπουζουκιού (πρώην κιθαρίστας) ο Χιώτης επίσης εφηύρε το οχτάχορδο μπουζούκι και δημιούργησε αξέχαστα τραγούδια παντρευοντας το μπουζούκι με τον ηχο της Λάτιν μουσικής και της τζαζ. Απο αυτη τη στιγμή ανοίχτηκαν αναρίθμητα μονοπάτια για την ελληνική λαική μουσική, νεα οργανα και ηχοι, το αρμόνιο (Βασίλης Βασιλειάδης) αντικαθιστά το ακορντεόν, η ντράμς τα κρουστά και το ντέφι , το 70 εμφανίζεται σε πολλά τραγούδια το μεταλικό φλάουτο, σιγά σιγά η κλασική κιθάρα δίνει τη θέση της στην ηλεκτρική και η μπασαβιόλα στο ηλεκτρικό μπάσο, τελικά το συνθεσάιζερ εξαφανίζει σχεδόν ολα τα οργανα (τουλάχιστον στα στούντιο ηχογραφησης).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, τα ελληνικά λαϊκά γίνονται όλο και πιο δημοφιλή. Αυτό εν μέρει εχει να κάνη με την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας που αργά ανακάμπτει από δύο πολέμους, τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Όλο και περισσότεροι Έλληνες έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ραδιόφωνα, πικάπ και δίσκους βινυλίου. Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες, βλέποντας την οικονομική επένδυση της λαϊκής μουσικής, υπογράφουν συμβόλαια με τραγουδιστές, μουσικούς και συνθέτες και η μαζική παραγωγή της λαϊκής ελληνικής μουσικής άρχιζη να αναπτύσσεται. Ειναι η εποχή που δημιουργούνται τα πρώτα αστέρια της Ελληνικής μουσικής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου, Μαρινέλα, Βικυ Μοσχολιού, Ρια Κούρτη, Δούκισσα, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώτα Λίδια, Σταμάτης Κόκοτας και άλλοι πολλοί που μέχρι και σήμερα η Ελλάδα τραγουδάει τα τραγούδια τους.
Η δεκαετία του ’60 και 70 χαρακτηρίστηκε από την μετάλαξη της ταβέρνας που προσέφερε ζωντανή μουσική στα περίφημα και χλιδάτα Μπουζούκια . Αυτό συνέβη ιδίως στις περιοχές της Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Ένα από τα πιο γνωστά στέκια την εποχή εκείνη ήταν οι Τζιτζιφιές. Μια παραλαγή των Μπουζουκιών ηταν τα “Σκυλάδικα” κανείς ακριβώς δεν ξέρει γιατί ακριβώς ονομάστηκαν έτσι, ισως για την κακοφωνία, το σαματά και τον θόρυβο. Το σπάσιμο των πιάτων έγινε Ελληνικό εθιμο διεθνώς ακολουθούμενο στις μέρες μας απο το ράντισμα με ανθη και σαμπάνιες, που αντικατέστησαν την πατροπαράδοτη χαρτούρα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ένα νέο είδος μουσικής άρχισε να ακούγεται στην Ελλάδα . Αυτή ήταν η ελληνική New Wave που εμπνέεται από την Δυτική μπαλάντα και το στυλ που είχαν στο Παρίσι οι “Μπουάτ”. Το νέο κύμα έγινε το αγαπημένο μουσικό στυλ για τους νέους Έλληνες διανοούμενους και φοιτητές. Η Μπουάτ Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη και η Απανεμιά του Γιώργου Ζωγράφου, στην Πλάκα στην Αθήνα, έγιναν τα κυριώτερα στέκια του νεου κύματος. Ήταν η εποχή που ο Διονύσης Σαββόπουλος δημιουργή μια καινούργια σχολή Ελληνικής μουσικής παντρεμένης με μπαλάντες, Blues και Rock. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής ερμηνευτές του ελληνικού νέου κύματος όπως ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Κώστας Χατζής , η Αρλέτα και άλλοι κάνουν μια σημαντική παρουσία.
Φυσικά, οι συνθέτες που έκαναν την ελληνική μουσική διεθνώς γνωστή ηταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις , και Σταύρος Ξαρχάκος . Αυτοί οι τρεις συνθέτες έχουν αναγνωρίστή ως οι μεγαλύτεροι συνθέτες της σύγχρονης Ελλάδας ,φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα άλλο μεγάλο Ελληνα συνθέτη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Από τη δεκαετία του 1970 και του 1980 και μετά, η ελληνική μουσική έγινε όλο και πιο απόμακρη από τους ήχους της δεκαετίας του 1950 και ’60. Το τι ακριβώς αντιπροσωπευει το Ελληνικό τραγούδι σημερα ειναι κάπως δύσκολο να πούμε. Αυτό ομώς ειναι και στοιχείο γενικά μιας διεθνούς υφεσης στα πάντα και ειδικά στην κουλτούρα οπου η μαζική παραγωγή και το εφήμερο σταρ συστεμ εχει υποβαθμίση την ποιότητα σε ολα τα επίπεδα ριχνωντας βάρος μόνο στο θέαμα και στην εμπορικότητα.